- αποδημία: το να φύγει κάποιος από τη χώρα του και να εγκατασταθεί σε άλλη.
- αστυφιλία: όταν οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν τα χωριά και πηγαίνουν να ζήσουν στις πόλεις.
- ατομική μετανάστευση: είναι η μετανάστευση λίγων ανθρώπων π.χ. οι οικογένειες.
- απόδημος/αποδημώ: είναι αυτός που ζει σε μια ξένη χώρα μακριά από την πατρίδα του.
- γκασταρμπάιτερ (Gastarbeiter): έτσι ονομάζονται οι μετανάστες στη Γερμανία (der Gast = ο επισκέπτης, ο μουσαφίρης, ο φιλοξενούμενος / der Arbeiter = ο εργάτης, ο εργαζόμενος).
- λαθρομετανάστης: αυτός που μεταναστεύει παράνομα σε μια χώρα.
- μετανάστευση: η μετακίνηση ανθρώπων από μια περιοχή σε μια άλλη.
- μετανάστης: αυτός που φεύγει σε μια άλλη χώρα ή πόλη.
- μισεμός/μισεύω: αναχωρώ για άλλη χώρα, ξενιτεύομαι.
- νόστος: η επιστροφή στην πατρίδα μετά από πολλά χρόνια.
- ξενιά (ξενία): η ξενιτιά, τα ξένα.
- ξενιτεμός: η μακρόχρονη διαμονή σε ξένη χώρα.
- ξενιτεύομαι: φεύγω από τη χώρα μου και πηγαίνω να ζήσω σε άλλη.
- ξενιτιά: ο τόπος στον οποίο ξενιτεύεται κάποιος, τα ξένα.
- οικονομικός μετανάστης: αυτός που ξενιτεύεται για οικονομικούς λόγους.
- ομαδική μετανάστευση: η μετανάστευση πολλών ανθρώπων από ένα μέρος σε ένα άλλο.
- ομογένεια: το σύνολο των Ελλήνων που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό.
- ομογενειακός: αυτός που ανήκει στην ομογένεια.
- ομογενής: αυτός που έχει ελληνική καταγωγή και ζει χρόνια στο εξωτερικό.
- παλιννόστηση: όταν κάποιος επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από χρόνια.
Αγγελική Γ., Δήμητρα Γ., Ιωάννα Κ./ΣΤ1΄
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου